θεόκλειστος

θεόκλειστος
-η, -ο
1. ο εντελώς κλεισμένος, ο κατάκλειστος («βρήκε το σπίτι θεόκλειστο»)
2. αυτός που μένει σε κατάκλειστο χώρο («έμεινε θεόκλειστη στο σπίτι της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + κλειστός (< κλείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεόκλειστος — η, ο επίρρ. α εντελώς κλειστός: Θεόκλειστο κελί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”