- θεόκλειστος
- -η, -ο1. ο εντελώς κλεισμένος, ο κατάκλειστος («βρήκε το σπίτι θεόκλειστο»)2. αυτός που μένει σε κατάκλειστο χώρο («έμεινε θεόκλειστη στο σπίτι της»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + κλειστός (< κλείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.